διχῆ: Difference between revisions

302 bytes added ,  31 December 2018
1b
(6_6)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐχῆ''': ἐπίρρ. = [[δίχα]], εἰς δύο, χωριστά, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 544, Πλάτ., κτλ. 2) κατὰ δύο τρόπους, δ. ἐπονομασθῆναι Πλάτ. Πολ. 445D· [[διχῆ]] [[βοηθητέον]] Δημ. 14. 6. ― καὶ [[διχῆ]].
|lstext='''δῐχῆ''': ἐπίρρ. = [[δίχα]], εἰς δύο, χωριστά, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 544, Πλάτ., κτλ. 2) κατὰ δύο τρόπους, δ. ἐπονομασθῆναι Πλάτ. Πολ. 445D· [[διχῆ]] [[βοηθητέον]] Δημ. 14. 6. ― καὶ [[διχῆ]].
}}
{{elru
|elrutext='''δῐχῆ:''' и [[διχῇ]] adv.<br /><b class="num">1)</b> надвое, пополам (διατέμνειν Aesch.; διαλαβεῖν Plat.; σχίζεσθαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> двояко (ἐπονομάζειν Plat.; [[βοηθητέον]] Dem.).
}}
}}