3,276,318
edits
(6_6) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῐχῆ''': ἐπίρρ. = [[δίχα]], εἰς δύο, χωριστά, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 544, Πλάτ., κτλ. 2) κατὰ δύο τρόπους, δ. ἐπονομασθῆναι Πλάτ. Πολ. 445D· [[διχῆ]] [[βοηθητέον]] Δημ. 14. 6. ― καὶ [[διχῆ]]. | |lstext='''δῐχῆ''': ἐπίρρ. = [[δίχα]], εἰς δύο, χωριστά, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 544, Πλάτ., κτλ. 2) κατὰ δύο τρόπους, δ. ἐπονομασθῆναι Πλάτ. Πολ. 445D· [[διχῆ]] [[βοηθητέον]] Δημ. 14. 6. ― καὶ [[διχῆ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δῐχῆ:''' и [[διχῇ]] adv.<br /><b class="num">1)</b> надвое, пополам (διατέμνειν Aesch.; διαλαβεῖν Plat.; σχίζεσθαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> двояко (ἐπονομάζειν Plat.; [[βοηθητέον]] Dem.). | |||
}} | }} |