δολιχαύχην: Difference between revisions

1b
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δολιχαύχην]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει μακρύ αυχένα, λαιμό («[[δολιχαύχην]] [[κύκνος]]»).
|mltxt=[[δολιχαύχην]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει μακρύ αυχένα, λαιμό («[[δολιχαύχην]] [[κύκνος]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''δολιχαύχην:''' ενος adj. с длинной шеей ([[κύκνος]] Eur.).
}}
}}