3,274,216
edits
(9) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δολιχαύχην]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει μακρύ αυχένα, λαιμό («[[δολιχαύχην]] [[κύκνος]]»). | |mltxt=[[δολιχαύχην]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει μακρύ αυχένα, λαιμό («[[δολιχαύχην]] [[κύκνος]]»). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δολιχαύχην:''' ενος adj. с длинной шеей ([[κύκνος]] Eur.). | |||
}} | }} |