δραματικός: Difference between revisions

1b
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δραματικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δράμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εντυπωσιακός]], με αιφνιδιαστικές αλλαγές και [[δημιουργία]] κρίσιμων καταστάσεων («δραματικά γεγονότα», «δραματικές επιπτώσεις» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που πάλλεται από [[συγκίνηση]] («δραματικό ύφος»)<br /><b>3.</b> ο υπερβολικά [[επιτηδευμένος]], αυτός που αποβλέπει στη [[δημιουργία]] εντυπώσεων, ο [[θεατρινίστικος]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δραματικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δράμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εντυπωσιακός]], με αιφνιδιαστικές αλλαγές και [[δημιουργία]] κρίσιμων καταστάσεων («δραματικά γεγονότα», «δραματικές επιπτώσεις» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που πάλλεται από [[συγκίνηση]] («δραματικό ύφος»)<br /><b>3.</b> ο υπερβολικά [[επιτηδευμένος]], αυτός που αποβλέπει στη [[δημιουργία]] εντυπώσεων, ο [[θεατρινίστικος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δρᾰμᾰτικός:''' драматический, сценический (μιμήσεις Arst.; πράγματα Plut.).
}}
}}