3,274,917
edits
(9) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δραματικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δράμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εντυπωσιακός]], με αιφνιδιαστικές αλλαγές και [[δημιουργία]] κρίσιμων καταστάσεων («δραματικά γεγονότα», «δραματικές επιπτώσεις» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που πάλλεται από [[συγκίνηση]] («δραματικό ύφος»)<br /><b>3.</b> ο υπερβολικά [[επιτηδευμένος]], αυτός που αποβλέπει στη [[δημιουργία]] εντυπώσεων, ο [[θεατρινίστικος]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[δραματικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δράμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εντυπωσιακός]], με αιφνιδιαστικές αλλαγές και [[δημιουργία]] κρίσιμων καταστάσεων («δραματικά γεγονότα», «δραματικές επιπτώσεις» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που πάλλεται από [[συγκίνηση]] («δραματικό ύφος»)<br /><b>3.</b> ο υπερβολικά [[επιτηδευμένος]], αυτός που αποβλέπει στη [[δημιουργία]] εντυπώσεων, ο [[θεατρινίστικος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δρᾰμᾰτικός:''' драматический, сценический (μιμήσεις Arst.; πράγματα Plut.). | |||
}} | }} |