δυσδιάσπαστος: Difference between revisions

2
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσδιάσπαστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διασπάται δύσκολα<br /><b>2.</b> (για [[οχύρωμα]]) αυτός που δύσκολα καταλύεται.
|mltxt=[[δυσδιάσπαστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διασπάται δύσκολα<br /><b>2.</b> (για [[οχύρωμα]]) αυτός που δύσκολα καταλύεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσδιάσπαστος:''' Polyb. = [[δυσδιάλυτος]] 2.
}}
}}