δυσδιάσπαστος

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιάσπαστος Medium diacritics: δυσδιάσπαστος Low diacritics: δυσδιάσπαστος Capitals: ΔΥΣΔΙΑΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dysdiáspastos Transliteration B: dysdiaspastos Transliteration C: dysdiaspastos Beta Code: dusdia/spastos

English (LSJ)

δυσδιάσπαστον, hard to break, τάξις Plb.15.15.7; hard to pull up, of a palisade, Ph.Bel.82.35.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de romper ἡ Ῥωμαίων τάξις καὶ δύναμις Plb.15.15.7.
2 difícil de arrancar ὁ χάραξ Ph.Mech.82.35.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu trennen; τάξις Pol. 15, 15.

Russian (Dvoretsky)

δυσδιάσπαστος: Polyb. = δυσδιάλυτος 2.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιάσπαστος: -ον, δυσκόλως διασπώμενος, διαρρηγνύμενος, τάξις Πολύβ. 15. 15, 7.

Greek Monolingual

δυσδιάσπαστος, -ον (Α)
1. αυτός που διασπάται δύσκολα
2. (για οχύρωμα) αυτός που δύσκολα καταλύεται.