δυσθήρατος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσθήρᾱτος:''' -ον ([[θηράω]]), αυτός που δύσκολα θηρεύεται, πιάνεται, συλλαμβάνεται, σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσθήρᾱτος:''' -ον ([[θηράω]]), αυτός που δύσκολα θηρεύεται, πιάνεται, συλλαμβάνεται, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσθήρᾱτος:''' с трудом уловимый (ὁ [[κίγκλος]] Arst.; τοῖς ὅπλοις, перен. τὸ [[ἀληθές]] Plut.).
}}
}}