3,271,435
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσθήρατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] δύσκολο να συλληφθεί<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσθήρατον</i><br />η [[ιδιότητα]] του δυσθήρατου. | |mltxt=[[δυσθήρατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] δύσκολο να συλληφθεί<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσθήρατον</i><br />η [[ιδιότητα]] του δυσθήρατου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσθήρᾱτος:''' -ον ([[θηράω]]), αυτός που δύσκολα θηρεύεται, πιάνεται, συλλαμβάνεται, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |