3,242,428
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσπᾰθής:''' -ές ([[παθεῖν]]), αυτός που δεν αντέχει στις ταλαιπωρίες, σε Πλούτ.· [[απαθής]], [[αναίσθητος]], [[ατάραχος]], σε Λουκ. | |lsmtext='''δυσπᾰθής:''' -ές ([[παθεῖν]]), αυτός που δεν αντέχει στις ταλαιπωρίες, σε Πλούτ.· [[απαθής]], [[αναίσθητος]], [[ατάραχος]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσπᾰθής:''' <b class="num">1)</b> тяжко страдающий (οὔτ᾽ [[ἀπαθής]], [[οὔτε]] δ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> нечувствительный к страданиям, закаленный (δυσπαθῆ τὴν ψυχὴν ποιεῖν Plut.; δυσπαθέστερα τὰ σώματα γίγνονται Luc.). | |||
}} | }} |