δυσπάριτος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπάρῐτος:''' -ον (παριέναι), αυτός που δύσκολα περνιέται, περπατιέται, [[κακοτράχαλος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''δυσπάρῐτος:''' -ον (παριέναι), αυτός που δύσκολα περνιέται, περπατιέται, [[κακοτράχαλος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπάρῐτος:''' (ᾰ) труднопроходимый ([[χωρίον]] Xen. - v. l. [[δυσπόριστος]] и [[δύσβατος]]).
}}
}}