3,276,318
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσπάριτος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να περάσει ή να διαβεί. | |mltxt=[[δυσπάριτος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να περάσει ή να διαβεί. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσπάρῐτος:''' -ον (παριέναι), αυτός που δύσκολα περνιέται, περπατιέται, [[κακοτράχαλος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |