δουλαγωγέω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δουλᾰγωγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀγωγός]]), [[υποδουλώνω]], [[σκλαβώνω]], [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον όπως σε δούλο· μεταφ., [[οδηγώ]] σε [[υποταγή]], [[υποτάσσω]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''δουλᾰγωγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀγωγός]]), [[υποδουλώνω]], [[σκλαβώνω]], [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον όπως σε δούλο· μεταφ., [[οδηγώ]] σε [[υποταγή]], [[υποτάσσω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''δουλᾰγωγέω:''' <b class="num">1)</b> уводить в рабство, порабощать (τινα Diod.);<br /><b class="num">2)</b> подавлять, умерщвлять (τὸ [[σῶμα]] NT).
}}
}}