δουλαγωγέω

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουλᾰγωγέω Medium diacritics: δουλαγωγέω Low diacritics: δουλαγωγέω Capitals: ΔΟΥΛΑΓΩΓΕΩ
Transliteration A: doulagōgéō Transliteration B: doulagōgeō Transliteration C: doulagogeo Beta Code: doulagwge/w

English (LSJ)

A make a slave, treat as such, dub. in D.S.12.24, cf. Arr.Epict.3.24.76.
2 metaph. of pleasure, etc., δ. τοὺς βίους Longin.44.6, cf. Charito2.7; τὸ σῶμα bring it into subjection, 1 Ep.Cor.9.27.

Spanish (DGE)

esclavizar τὴν αἰχμαλωσίαν δουλαγωγοῦντες esclavizando a la tropa de cautivos D.S.17.70, αὐτήν D.C.Epit.7.18.8, σε Arr.Epict.3.24.76, cf. en v. pas. Suppl.Mag.38.10, Corp.Herm.23.48
fig. c. suj. abstr. esclavizar, dominar, someter δουλαγωγοῦσι ... τοὺς βίους las riquezas, Longin.44.6, cf. Gr.Nyss.Res.264.26, τὸ κάλλος ὅλην τὴν Ἰωνίαν δουλαγωγήσειν Charito 2.7.1, τὸ σῶμα 1Ep.Cor.9.27, οὐ βίᾳ ... δουλαγωγῶν <αὐτὸν> (τὸν ἄνθρωπον) Hippol.Haer.10.33.13, κακία ... δουλαγωγεῖ τοὺς χαμαιπετεῖς τῶν ἀνθρώπων Iust.Phil.2Apol.11.7, en v. pas. ὑπ' ἀφροσύνης ... δουλαγωγηθεῖσαι (αἱ ψυχαί) Ph.2.455.

German (Pape)

[Seite 660] als Sklaven fortführen, zum Sklaven machen; D. Sic. 12, 24 u. a. Sp.; überte., τὸ κάλλος τὴν Ἰωνίαν δουλαγωγήσειν Charit. 2, 7.

French (Bailly abrégé)

δουλαγωγῶ :
1 réduire en esclavage, asservir;
2 traiter comme un esclave, càd durement ; NT mortifier (les passions).
Étymologie: δοῦλος, ἀγωγή.

Russian (Dvoretsky)

δουλᾰγωγέω:
1 уводить в рабство, порабощать (τινα Diod.);
2 подавлять, умерщвлять (τὸ σῶμα NT).

Greek (Liddell-Scott)

δουλᾰγωγέω: ὑπὸ δουλείαν ἄγω, μεταχειρίζομαι ὡς δοῦλον. Διόδ. 12. 24. 2) μεταφ., ἐπὶ ἡδονῆς, κτλ., δ. τινα Λογγῖν. 44. 6· ὡσαύτως, τὸ σῶμα, ὑποτάσσω, φέρω αὐτὸ εἰς ὑποταγήν, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. θ΄, 27.

English (Strong)

from a presumed compound of δοῦλος and ἄγω; to be a slave-driver, i.e. to enslave (figuratively, subdue): bring into subjection.

English (Thayer)

( st δουλαγαγέω), δουλαγωγῶ; (δουλαγωγος, cf. παιδαγωγός; to lead away into slavery, claim as one's slave, (Diodorus Siculus 12,24, and occasionally in other later writings); to make a slave and to treat as a slave, i. e. with severity, to subject to stern and rigid discipline: 1 Corinthians 9:27. Cf. Fischer, De vitiis lexicorum N.T., p. 472 f

Greek Monotonic

δουλᾰγωγέω: μέλ. -ήσω (ἀγωγός), υποδουλώνω, σκλαβώνω, συμπεριφέρομαι σε κάποιον όπως σε δούλο· μεταφ., οδηγώ σε υποταγή, υποτάσσω, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

δουλ-ᾰγωγέω, fut. -ήσω ἀγωγός
to make a slave, treat as such: metaph. to bring into subjection, NTest.

Chinese

原文音譯:doulagwgšw 都而-阿哥給哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:奴隸-帶領
字義溯源:奴隸監工,奴役,為奴,使為奴,使服從;由(δοῦλοσ1 / δοῦλοσ2)=奴僕)與(ἄγω)*=帶領)組成;其中 (δοῦλοσ1 / δοῦλοσ2)出自(δέω)*=捆綁)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 使其為奴(1) 林前9:27