δικανικός: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐκᾱνικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[έμπειρος]], [[επιδέξιος]] στα νομικά ζητήματα, εξασκημένος στην [[αγόρευση]] στα δικαστήρια, όμοιος με δικηγόρο, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που ανήκει στις δίκες, [[δικαστικός]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· όμοιος με δικανικό λόγο ή [[αγόρευση]], [[ανιαρός]], [[φορτικός]], στον ίδ.
|lsmtext='''δῐκᾱνικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[έμπειρος]], [[επιδέξιος]] στα νομικά ζητήματα, εξασκημένος στην [[αγόρευση]] στα δικαστήρια, όμοιος με δικηγόρο, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που ανήκει στις δίκες, [[δικαστικός]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· όμοιος με δικανικό λόγο ή [[αγόρευση]], [[ανιαρός]], [[φορτικός]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῐκᾱνικός:''' <b class="num">1)</b> судебный, правовой, юридический ([[ῥημάτιον]] Arph.; λόγοι Isocr., Plut.; [[σοφία]] Plat.; [[γένος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> сведущий в судебных делах Xen.;<br /><b class="num">3)</b> запутанный, сложный, нудный (δικανικὰ [[ῥηθῆναι]] Plat.; μακρὸν [[ἐνύπνιον]] καὶ δικανικόν Luc.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> искусный адвокат Xen.;<br /><b class="num">2)</b> крючкотвор Plat.
}}
}}