Anonymous

δικανικός: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δικανικός]], -ή, -όν)<br />(για λόγο) αυτός που εκφωνείται στο δικαστήριο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δικανικός]]<br /><b>1.</b> ο [[δικανικός]] [[λόγος]], η [[αγόρευση]] στο δικαστήριο<br /><b>2.</b> [[ομιλία]] επιθετική και [[πομπώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πρόσωπο]]) ο [[έμπειρος]] στις δίκες, ο [[νομομαθής]]<br /><b>2.</b> όμοιος με δικηγόρο, αυτός που συμπεριφέρεται σε ορισμένες περιπτώσεις της καθημερινής ζωής σαν να βρίσκεται στο δικαστήριο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ῥημάτιον]] δικανικόν» — [[νομικός]] όρος<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η δικανική</i><br />α) η [[τέχνη]] ή η [[εμπειρία]] του να αγορεύει [[κανείς]] στο δικαστήριο<br />β) το [[επάγγελμα]] του δικηγόρου<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δικανικόν</i><br />το [[δεσμωτήριο]]<br /><b>6.</b> <b>επίρρ.</b> <i>δικανικῶς</i><br />ανιαρά, ενοχλητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της αττικής διαλέκτου, αναφερόμενη στην [[ευγλωττία]] και το πομπώδες ύφος του δικηγόρου και χρησιμοποιούμενη με αρνητικές, [[συνήθως]] συνυποδηλώσεις. Η λ. προήλθε από το ουσ. [[δίκη]], [[αλλά]] ο [[σχηματισμός]] της παραμένει [[ασαφής]], [[παρά]] την ύπαρξη της γλώσσας του <b>Ησύχ.</b> «[[δικανούς]]<br />τους [[περί]] τας δίκας διατρίβοντας». Λόγω της μακρότητας του -<i>α</i>, ο τ. <i>δικᾱνικός</i> πιθανόν να προήλθε αναλογικά [[προς]] το <i>νεᾱνικός</i>].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δικανικός]], -ή, -όν)<br />(για λόγο) αυτός που εκφωνείται στο δικαστήριο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δικανικός]]<br /><b>1.</b> ο [[δικανικός]] [[λόγος]], η [[αγόρευση]] στο δικαστήριο<br /><b>2.</b> [[ομιλία]] επιθετική και [[πομπώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πρόσωπο]]) ο [[έμπειρος]] στις δίκες, ο [[νομομαθής]]<br /><b>2.</b> όμοιος με δικηγόρο, αυτός που συμπεριφέρεται σε ορισμένες περιπτώσεις της καθημερινής ζωής σαν να βρίσκεται στο δικαστήριο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ῥημάτιον]] δικανικόν» — [[νομικός]] όρος<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η δικανική</i><br />α) η [[τέχνη]] ή η [[εμπειρία]] του να αγορεύει [[κανείς]] στο δικαστήριο<br />β) το [[επάγγελμα]] του δικηγόρου<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δικανικόν</i><br />το [[δεσμωτήριο]]<br /><b>6.</b> <b>επίρρ.</b> <i>δικανικῶς</i><br />ανιαρά, ενοχλητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της αττικής διαλέκτου, αναφερόμενη στην [[ευγλωττία]] και το πομπώδες ύφος του δικηγόρου και χρησιμοποιούμενη με αρνητικές, [[συνήθως]] συνυποδηλώσεις. Η λ. προήλθε από το ουσ. [[δίκη]], [[αλλά]] ο [[σχηματισμός]] της παραμένει [[ασαφής]], [[παρά]] την ύπαρξη της γλώσσας του <b>Ησύχ.</b> «[[δικανούς]]<br />τους [[περί]] τας δίκας διατρίβοντας». Λόγω της μακρότητας του -<i>α</i>, ο τ. <i>δικᾱνικός</i> πιθανόν να προήλθε αναλογικά [[προς]] το <i>νεᾱνικός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δῐκᾱνικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[έμπειρος]], [[επιδέξιος]] στα νομικά ζητήματα, εξασκημένος στην [[αγόρευση]] στα δικαστήρια, όμοιος με δικηγόρο, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που ανήκει στις δίκες, [[δικαστικός]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· όμοιος με δικανικό λόγο ή [[αγόρευση]], [[ανιαρός]], [[φορτικός]], στον ίδ.
}}
}}