ἐγκατατέμνω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκατατέμνω:''' μέλ. <i>τεμῶ</i>, [[κατακόβω]] μέσα, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐγκατατέμνω:''' μέλ. <i>τεμῶ</i>, [[κατακόβω]] μέσα, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκατατέμνω:''' (в смеси с чем-л.) разрезать (τὸ ἀνθρώπινον [[σπλάγχνον]] ἔν τινι ἐγκατατετμημένον Plat.).
}}
}}