ἐγκατατέμνω
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
A cut up the foetus in the womb, Hp.Foet.Exsect.1.
II cut up among a number, Pl.R. 565d.
Spanish (DGE)
cortar en, en v. pas. ser troceado y mezclado entre ὁ γευσάμενος τοῦ ἀνθρωπίνου σπλάγχνου ἐν ἄλλοις ἄλλων ἱερείων ἑνὸς ἐγκατατετμημένου el haber probado una víscera humana que viene troceada ella sola entre otras de otras víctimas hace que uno se convierta en lobo, Pl.R.565d
•medic. extirpar un feto muerto, en v. pas., Hp.Foet.Exsect.1.
German (Pape)
[Seite 706] (s. τέμνω), darin zerschneiden, einschneiden; Plat. Rep. VIII, 565 d; Hippocr.
French (Bailly abrégé)
couper dans ou à l'intérieur.
Étymologie: ἐν, κατατέμνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκατατέμνω: (в смеси с чем-л.) разрезать (τὸ ἀνθρώπινον σπλάγχνον ἔν τινι ἐγκατατετμημένον Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατατέμνω: κατακόπτω τὸ ἔμβρυον ἐντὸς τῆς μήτρας, Ἱππ. 914C. ΙΙ. κατατέμνω μεταξὺ ἄλλων, Πλάτ. Πολ. 565D.
Greek Monotonic
ἐγκατατέμνω: μέλ. τεμῶ, κατακόβω μέσα, σε Πλάτ.