δυσαυξής: Difference between revisions

2
(9)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσαυξής]], -ές και δυσαύξητος, -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα αυξάνεται.
|mltxt=[[δυσαυξής]], -ές και δυσαύξητος, -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα αυξάνεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσαυξής:''' с трудом, т. е. медленно растущий (κέρατα Arst.).
}}
}}