εἰκότως: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰκότως:''' επίρρ. του [[εἰκώς]], μτχ. Αττ. παρακ. του [[ἔοικα]], κατά [[πάσα]] [[πιθανότητα]], καταλλήλως, [[δικαίως]], εύλογα, [[φυσικά]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[εἰκότως]] [[ἔχει]], είναι [[λογικό]], σε Ευρ.· οὐκ [[εἰκότως]], παράλογα, σε Θουκ.
|lsmtext='''εἰκότως:''' επίρρ. του [[εἰκώς]], μτχ. Αττ. παρακ. του [[ἔοικα]], κατά [[πάσα]] [[πιθανότητα]], καταλλήλως, [[δικαίως]], εύλογα, [[φυσικά]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[εἰκότως]] [[ἔχει]], είναι [[λογικό]], σε Ευρ.· οὐκ [[εἰκότως]], παράλογα, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰκότως:''' <b class="num">1)</b> с достаточным основанием (ὑποπτεύειν τι Thuc.; δρᾶν τι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> естественно, разумеется; περὶ [[τούτου]] ὁ αὐτὸς ἁρμόσει [[λόγος]] εἰ. Arst. к этому применимо, конечно, то же самое рассуждение;<br /><b class="num">3)</b> заслуженно, по справедливости (νέμειν ἔνδικα κακοῖς Aesch.; ψέγειν τι Soph.).
}}
}}