Anonymous

εἰκότως: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰκότως]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[κατά]] πάσαν [[πιθανότητα]]<br /><b>2.</b> σωστά, δίκαια<br /><b>3.</b> εύλογα<br /><b>4.</b> [[είναι]] [[λογικό]] ή σωστό ([[συχνά]] σε [[συνεκφορά]] με το έχω) («σθένειν τὸ θεῑον μᾱλλον [[εἰκότως]] ἔχει», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[εἰκότως]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[κατά]] πάσαν [[πιθανότητα]]<br /><b>2.</b> σωστά, δίκαια<br /><b>3.</b> εύλογα<br /><b>4.</b> [[είναι]] [[λογικό]] ή σωστό ([[συχνά]] σε [[συνεκφορά]] με το έχω) («σθένειν τὸ θεῑον μᾱλλον [[εἰκότως]] ἔχει», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰκότως:''' επίρρ. του [[εἰκώς]], μτχ. Αττ. παρακ. του [[ἔοικα]], κατά [[πάσα]] [[πιθανότητα]], καταλλήλως, [[δικαίως]], εύλογα, [[φυσικά]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[εἰκότως]] [[ἔχει]], είναι [[λογικό]], σε Ευρ.· οὐκ [[εἰκότως]], παράλογα, σε Θουκ.
}}
}}