3,270,341
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἰκότως]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[κατά]] πάσαν [[πιθανότητα]]<br /><b>2.</b> σωστά, δίκαια<br /><b>3.</b> εύλογα<br /><b>4.</b> [[είναι]] [[λογικό]] ή σωστό ([[συχνά]] σε [[συνεκφορά]] με το έχω) («σθένειν τὸ θεῑον μᾱλλον [[εἰκότως]] ἔχει», <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=[[εἰκότως]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[κατά]] πάσαν [[πιθανότητα]]<br /><b>2.</b> σωστά, δίκαια<br /><b>3.</b> εύλογα<br /><b>4.</b> [[είναι]] [[λογικό]] ή σωστό ([[συχνά]] σε [[συνεκφορά]] με το έχω) («σθένειν τὸ θεῑον μᾱλλον [[εἰκότως]] ἔχει», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἰκότως:''' επίρρ. του [[εἰκώς]], μτχ. Αττ. παρακ. του [[ἔοικα]], κατά [[πάσα]] [[πιθανότητα]], καταλλήλως, [[δικαίως]], εύλογα, [[φυσικά]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[εἰκότως]] [[ἔχει]], είναι [[λογικό]], σε Ευρ.· οὐκ [[εἰκότως]], παράλογα, σε Θουκ. | |||
}} | }} |