ἑανός: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑᾱνός:''' -ή, -όν ([[ἕννυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι κατάλλληλος να φορεθεί, ἑανῷ [[λιτί]], με [[λεπτό]] ύφασμα ιδανικό να φορεθεί, δηλ. κομψό και [[λευκό]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πέπλος]] ἑᾱνός, [[λεπτό]], διαφανές [[βέλο]], στο ίδ.· <i>ἑανοῦ κασσιτέροιο</i>, [[κασσίτερος]] σφυρηλατημένος ώστε να είναι [[κατάλληλος]] να φορεθεί, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ἑᾰνός, <i>ὁ</i>, [[λεπτό]] πέπλο, κατάλληλο για να το φορούν θεές και γυναίκες ευγενείς, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἑᾱνός:''' -ή, -όν ([[ἕννυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι κατάλλληλος να φορεθεί, ἑανῷ [[λιτί]], με [[λεπτό]] ύφασμα ιδανικό να φορεθεί, δηλ. κομψό και [[λευκό]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πέπλος]] ἑᾱνός, [[λεπτό]], διαφανές [[βέλο]], στο ίδ.· <i>ἑανοῦ κασσιτέροιο</i>, [[κασσίτερος]] σφυρηλατημένος ώστε να είναι [[κατάλληλος]] να φορεθεί, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ἑᾰνός, <i>ὁ</i>, [[λεπτό]] πέπλο, κατάλληλο για να το φορούν θεές και γυναίκες ευγενείς, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑᾱνός:''' <b class="num">1)</b> облегающий, мягкий ([[πέπλος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> гибкий или гнутый, изогнутый (κνημῖδες ἑανοῦ κασσιτέροιο Hom.).<br /><b class="num">[[ἑανός|ἑᾰνός]]:</b> <b class="num">II</b> ὁ (женская) одежда, платье Hom., HH.
}}
}}