Anonymous

ἑανός: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐανός, -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για ρούχα) [[λεπτός]], [[ωραίος]], [[κομψός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ ἐανός</i><br />α) [[λεπτό]] [[φόρεμα]]<br />β) [[ιστίο]] πλοίου.
|mltxt=ἐανός, -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για ρούχα) [[λεπτός]], [[ωραίος]], [[κομψός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ ἐανός</i><br />α) [[λεπτό]] [[φόρεμα]]<br />β) [[ιστίο]] πλοίου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑᾱνός:''' -ή, -όν ([[ἕννυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι κατάλλληλος να φορεθεί, ἑανῷ [[λιτί]], με [[λεπτό]] ύφασμα ιδανικό να φορεθεί, δηλ. κομψό και [[λευκό]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πέπλος]] ἑᾱνός, [[λεπτό]], διαφανές [[βέλο]], στο ίδ.· <i>ἑανοῦ κασσιτέροιο</i>, [[κασσίτερος]] σφυρηλατημένος ώστε να είναι [[κατάλληλος]] να φορεθεί, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ἑᾰνός, <i>ὁ</i>, [[λεπτό]] πέπλο, κατάλληλο για να το φορούν θεές και γυναίκες ευγενείς, σε Όμηρ.
}}
}}