ἐκδιώκω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκδιώκω:''' μέλ. <i>-διώξομαι</i>, [[διώχνω]], [[εξορίζω]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐκδιώκω:''' μέλ. <i>-διώξομαι</i>, [[διώχνω]], [[εξορίζω]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκδιώκω:''' выгонять, изгонять (τινὰ ἐκ τοῦ τόπου Arst.; τινὰ τῆς οἰκίας Luc.; ὁ [[δῆμος]] ἐξεδίωξε τοὺς δυνατούς Thuc.): ἐ. ἐκ τῶν ὕπνων Plut. лишать сна.
}}
}}