ἔκλυσις: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκλῠσις:''' -εως, ἡ ([[ἐκλύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[απαλλαγή]] ή [[απολύτρωση]] από [[κάτι]], με γεν., σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αδυναμία]], [[ατονία]], [[εξασθένηση]], [[λιποθυμία]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἔκλῠσις:''' -εως, ἡ ([[ἐκλύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[απαλλαγή]] ή [[απολύτρωση]] από [[κάτι]], με γεν., σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αδυναμία]], [[ατονία]], [[εξασθένηση]], [[λιποθυμία]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκλῠσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> освобождение, избавление (τινος Trag., Theocr., Anth.): αἵματος ἔ. Plut. кровотечение;<br /><b class="num">2)</b> расслабленность, изнеможение, бессилие, упадок (πόλεως ἔ. καὶ [[μαλακία]] Dem.; ἔ. καὶ [[ἀδυναμία]] ἐκ τῶν ἀφροδισιασμῶν Arst.).
}}
}}