ἐκπαιδεύω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπαιδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ανατρέφω]] από την παιδική [[ηλικία]], [[εκπαιδεύω]] πλήρως, [[παιδαγωγώ]], σε Ευρ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἐκπαιδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ανατρέφω]] από την παιδική [[ηλικία]], [[εκπαιδεύω]] πλήρως, [[παιδαγωγώ]], σε Ευρ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπαιδεύω:''' <b class="num">1)</b> воспитывать, выращивать (τινά Eur., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> воспитывать, внушать, прививать (ὁμοίαν ἅπασιν ὄψιν Eur.).
}}
}}