Anonymous

ἐκπαιδεύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐκπαιδεύω]])<br />[[μορφώνω]] με τη [[διδασκαλία]] και την [[αγωγή]], [[παρέχω]] γνώσεις, [[καλλιεργώ]] δεξιότητες και [[προσπαθώ]] να [[συμβάλλω]] στη [[διάπλαση]] του χαρακτήρα τών μαθητών<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εξασκώ]] στη στρατιωτική ζωή<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξασκώ]] με ειδική μέθοδο για ορισμένο σκοπό («[[εκπαιδεύω]] νεοσυλλέκτους, [[εκπαιδεύω]] σκύλους κ.λπ.»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανατρέφω]] καθοδηγώντας κάποιον από την παιδική του [[ηλικία]] ώς τα νεανικά του [[χρόνια]]<br /><b>2.</b> [[διδάσκω]] κάποιον [[κάτι]].
|mltxt=(AM [[ἐκπαιδεύω]])<br />[[μορφώνω]] με τη [[διδασκαλία]] και την [[αγωγή]], [[παρέχω]] γνώσεις, [[καλλιεργώ]] δεξιότητες και [[προσπαθώ]] να [[συμβάλλω]] στη [[διάπλαση]] του χαρακτήρα τών μαθητών<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εξασκώ]] στη στρατιωτική ζωή<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξασκώ]] με ειδική μέθοδο για ορισμένο σκοπό («[[εκπαιδεύω]] νεοσυλλέκτους, [[εκπαιδεύω]] σκύλους κ.λπ.»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανατρέφω]] καθοδηγώντας κάποιον από την παιδική του [[ηλικία]] ώς τα νεανικά του [[χρόνια]]<br /><b>2.</b> [[διδάσκω]] κάποιον [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπαιδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ανατρέφω]] από την παιδική [[ηλικία]], [[εκπαιδεύω]] πλήρως, [[παιδαγωγώ]], σε Ευρ., Πλάτ.
}}
}}