ἐκπολιορκέω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπολιορκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αναγκάζω]] [[μία]] πολιορκούμενη πόλη να παραδοθεί, σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., αναγκάζομαι να παραδοθώ, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐκπολιορκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αναγκάζω]] [[μία]] πολιορκούμενη πόλη να παραδοθεί, σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., αναγκάζομαι να παραδοθώ, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπολιορκέω:''' <b class="num">1)</b> принуждать осадой к сдаче, брать в результате осады (πόλιν Thuc., Xen., Plut.): προσκαθεζόμενοι ἐξεπολιόρκησαν λιμῷ Thuc. обложив (город), они голодом вынудили (его) сдаться; ἐκπεπολιορκημένοι Plut. сдавшиеся на капитуляцию;<br /><b class="num">2)</b> принуждать осадой к отступлению (ἐκ τοῦ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθῆναι Thuc.).
}}
}}