ἐξηγέομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξηγέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[αρχηγός]] άλλων, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ. προσ., [[καθοδηγώ]] κάποιον, [[κατευθύνω]], [[διοικώ]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προηγούμαι]], [[προπορεύομαι]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., [[δείχνω]] σε κάποιον το δρόμο, [[προηγούμαι]], [[καθοδηγώ]], στον ίδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., [[διευθύνω]], [[διεξάγω]], [[εκτελώ]] [[μία]] [[εργασία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> <i>ἐξ. εἰς τὴν Ἑλλάδα</i>, [[οδηγώ]] εκστρατευτικό [[σώμα]] [[εναντίον]] της Ελλάδας, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> όπως το Λατ. praeire verbis, [[ορίζω]], [[διατάζω]] ή [[υπαγορεύω]] έναν τύπο λέξεων, σε Ευρ., Δημ.· γενικά, [[διατάζω]], [[παραγγέλλω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· [[ορίζω]], [[διατάζω]] ή [[υπαγορεύω]] τον τύπο που παρατηρείται σε θρησκευτικές τελετές σε Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''ἐξηγέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[αρχηγός]] άλλων, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ. προσ., [[καθοδηγώ]] κάποιον, [[κατευθύνω]], [[διοικώ]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προηγούμαι]], [[προπορεύομαι]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., [[δείχνω]] σε κάποιον το δρόμο, [[προηγούμαι]], [[καθοδηγώ]], στον ίδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., [[διευθύνω]], [[διεξάγω]], [[εκτελώ]] [[μία]] [[εργασία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> <i>ἐξ. εἰς τὴν Ἑλλάδα</i>, [[οδηγώ]] εκστρατευτικό [[σώμα]] [[εναντίον]] της Ελλάδας, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> όπως το Λατ. praeire verbis, [[ορίζω]], [[διατάζω]] ή [[υπαγορεύω]] έναν τύπο λέξεων, σε Ευρ., Δημ.· γενικά, [[διατάζω]], [[παραγγέλλω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· [[ορίζω]], [[διατάζω]] ή [[υπαγορεύω]] τον τύπο που παρατηρείται σε θρησκευτικές τελετές σε Ηρόδ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξηγέομαι:''' <b class="num">1)</b> предводительствовать, быть предводителем (τῶν ἀνθρώπων Hom.);<br /><b class="num">2)</b> управлять, руководить (τοὺς ξυμμάχους τὰς πόλεις Thuc.; ἐ. καὶ διατάττειν ἕκαστα Luc.): τὴν Πελοπόννησον ἐ. Thuc. иметь господство над Пелопоннесом;<br /><b class="num">3)</b> быть проводником, вести (τισι πᾶσιν Soph.; ἐπὶ τὴν γῆν Her.; εἰς τὴν Ἑλλάδα Xen.): τῇ ἂν ἐξηγέηται Her. куда бы он ни вел;<br /><b class="num">4)</b> указывать, показывать (χῶρον Soph.; τοῖσι ἐχθροῖσι τῆς πατρίδος ἅλωσιν Her.): ἀγαθόν τι ἐ. τινι Xen. указывать кому-л. правильный путь; ἐ. τῆς πράξεως Xen. руководить путем личного примера; [[καλῶς]] ἐξηγῇ σύ μοι Soph. ты дал мне отличное указание;<br /><b class="num">5)</b> указывать, приказывать, предписывать (τινι ποιεῖν τι Aesch.; ὁ [[νόμος]] ἐξηγεῖται Plat.; ποιήσουσι [[τοῦτο]], τὸ ἂν [[ἐκεῖνος]] ἐξηγέηται Her.): ἃ δ᾽ ἐξηγεῖσθε τοῖς ξυμμάχοις Thuc. то, что по вашим указаниям совершили (ваши) союзники;<br /><b class="num">6)</b> рассказывать, излагать (λόγοις τι Aesch.; περὶ γενέσεως Xen.): ὅ τι χρὴ ποιέειν, ἐξηγέο Her. скажи, что нужно делать; ἐ. τὸν νόμον τῷ κήρυκι Dem. диктовать закон глашатаю;<br /><b class="num">7)</b> разъяснять, истолковывать (τὸ [[οὔνομα]] καὶ τὴν θυσίην Her.; θέσφατα Eur.; κατὰ τοὺς ἀγράφους νόμους Lys.; τὴν ποιητήν Plat.; τὰ [[νόμιμα]] Dem.): οὐδένα νόον ἔχων ἐξηγησάμενον Her. не приведя никакого разумного основания.
}}
}}