3,276,932
edits
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξερείπω:''' [[περικόπτω]]· αμτβ. στον αόρ. βʹ <i>ἐξήρῐπον</i>, απαρ. <i>ἐξερῐπεῖν</i>, [[πέφτω]] στη γη, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χαίτη]] ζεύγλης ἐξεριποῦσα, η [[χαίτη]] που ανεμίζει προς τα [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], στο ίδ. | |lsmtext='''ἐξερείπω:''' [[περικόπτω]]· αμτβ. στον αόρ. βʹ <i>ἐξήρῐπον</i>, απαρ. <i>ἐξερῐπεῖν</i>, [[πέφτω]] στη γη, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χαίτη]] ζεύγλης ἐξεριποῦσα, η [[χαίτη]] που ανεμίζει προς τα [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξερείπω:''' <b class="num">1)</b> валить, срубать (ὄζους δρυὸς πελέκει Pind.);<br /><b class="num">2)</b> (только aor. 2) валиться, падать ([[δρῦς]] ἐξήριπε Hom.; [[ὑψόθεν]] Hes.): κάπροι αὐχένας ἐξεριπόντες Hes. кабаны с низко опущенными шеями. | |||
}} | }} |