Anonymous

ἐξερείπω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξερείπω]] (Α) [[ερείπω]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]]<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] στη γη («ὡς δ' ὅθ' ὑπὸ πληγῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ δρῡς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προβάλλω]], [[προεξέχω]] («ᾖ ἐξήριπε τὸ κάτηγμα», Ιπποκρ.).
|mltxt=[[ἐξερείπω]] (Α) [[ερείπω]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]]<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] στη γη («ὡς δ' ὅθ' ὑπὸ πληγῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ δρῡς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προβάλλω]], [[προεξέχω]] («ᾖ ἐξήριπε τὸ κάτηγμα», Ιπποκρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξερείπω:''' [[περικόπτω]]· αμτβ. στον αόρ. βʹ <i>ἐξήρῐπον</i>, απαρ. <i>ἐξερῐπεῖν</i>, [[πέφτω]] στη γη, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χαίτη]] ζεύγλης ἐξεριποῦσα, η [[χαίτη]] που ανεμίζει προς τα [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], στο ίδ.
}}
}}