3,270,265
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπεισᾰγώγιμος:''' -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· <i>τὰ ἐπ</i>., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἐπεισᾰγώγιμος:''' -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· <i>τὰ ἐπ</i>., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπεισᾰγώγιμος:''' <b class="num">1)</b> ввозимый, привозной ([[σῖτος]] Dem.; [[ἀγορά]] Plut.): τὰ ἐπεισαγώγιμα Plat. ввозные товары;<br /><b class="num">2)</b> поступающий извне ([[θερμότης]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> иноземный, чужой ([[γένος]] Eur.; ἐ. καὶ [[βάρβαρος]] Plut.). | |||
}} | }} |