3,274,921
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπεισρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, [[εισρέω]] από πάνω ή [[υπερχειλίζω]], σε Πλούτ., Λουκ. | |lsmtext='''ἐπεισρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, [[εισρέω]] από πάνω ή [[υπερχειλίζω]], σε Πλούτ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπεισρέω:''' староатт. ἐπεσρέω (только praes.)<br /><b class="num">1)</b> втекать, притекать (εἰς τὸ κενούμενον ἐπεισρέων ὁ [[ἀήρ]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> стекаться (πολλῶν ἐπὶ πολλοῖς ἐπεσρεόντων Luc.). | |||
}} | }} |