Anonymous

ἐπεισρέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, [[εισρέω]] από πάνω ή [[υπερχειλίζω]], σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''ἐπεισρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, [[εισρέω]] από πάνω ή [[υπερχειλίζω]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισρέω:''' староатт. ἐπεσρέω (только praes.)<br /><b class="num">1)</b> втекать, притекать (εἰς τὸ κενούμενον ἐπεισρέων ὁ [[ἀήρ]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> стекаться (πολλῶν ἐπὶ πολλοῖς ἐπεσρεόντων Luc.).
}}
}}