ἐπαγγελία: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαγγελία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> δημόσια [[καταγγελία]] για κάποιον ο [[οποίος]] ενέχεται σε <i>ἀτιμίαν</i>, συνεχίζει [[ωστόσο]] να συμμετέχει σε δημόσιες υποθέσεις, σε Αισχίν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσφορά]], [[υπόσχεση]]· [[διακήρυξη]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπαγγελία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> δημόσια [[καταγγελία]] για κάποιον ο [[οποίος]] ενέχεται σε <i>ἀτιμίαν</i>, συνεχίζει [[ωστόσο]] να συμμετέχει σε δημόσιες υποθέσεις, σε Αισχίν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσφορά]], [[υπόσχεση]]· [[διακήρυξη]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαγγελία:''' ἡ<b class="num">1)</b> заявление, обещание (ἐπαγγελίας ποιεῖσθαί τινι Polyb.): γῆ τῆς ἐπαγγελίας NT обетованная земля;<br /><b class="num">2)</b> требование, приказание, приказ (κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> юр. эпангелия (требование докимасии для оратора, т. е. заявление о его отводе, обоснованное ссылкой на неблаговидные поступки) Aeschin., Dem.
}}
}}