ἐπαγγελία

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαγγελία Medium diacritics: ἐπαγγελία Low diacritics: επαγγελία Capitals: ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ
Transliteration A: epangelía Transliteration B: epangelia Transliteration C: epaggelia Beta Code: e)paggeli/a

English (LSJ)

ἡ,
A command, summons, Plb.9.38.2.
b announcement, notice, IG22.1235.7 (iii B.C.); τοῦ ἀγῶνος SIG561.9 (Chalcis), prob. in LXX 1 Ma.10.15; v.l. in 1 Ep.Jo.1.5.
2 as law-term, ἐπαγγελία (sc. δοκιμασίας) summons to attend a δοκιμασία τῶν ῥητόρων (v. ἐπαγγέλλω 3), ἐπαγγελία τινὶ ἐπαγγέλλειν Aeschin.1.64, cf. 81; πρὸς τοὺς θεσμοθέτας ἔσθ' ἡμῖν ἐ. D.22.29: generally, notification, summons, Sammelb. 4434 (ii A.D.).
3 offer, promise, profession, undertaking, D.21.14; τὰς ὑπερβολὰς τῶν ἐ. Arist.EN1164a29, cf. Phld.Herc.1251.20; ἐπαγγελίας ποιεῖσθαί τινι Plb.1.72.6; ἐν ἐν ἐπαγγελίᾳ καταλιπών having left it as a promise, Id.18.28.1; τὴν ἐπαγγελίαν ἐπὶ τέλος ἀγαγεῖν ibid., cf. SIG577.11 (Milet., iii/ii B. C.); ὤμων ἐπαγγελίᾳ the promise of his shoulders, Philostr.Im.1.4; ἐξ ἐπαγγελίας = ἐπαγγειλάμενος, BCH11.12 (Lagina); ἐ. ποιησάμενος ἐκ τῶν ἰδίων Michel473.10 (Mylasa); ἐβεβαίωσεν τὴν ἐπαγγελίαν Inscr.Prien.123.9, cf. GDI3624a34 (Cos).
4 indication, τοῦ ἐσομένου A.D.Synt.205.13.
5 pl., canvassing, = Lat. ambitus, prob. f.l. for παρ-, Plu.2.276d.
6 = ἐπάγγελμα 2, subject of a treatise, Gal.Libr.Propr.Prooem.
7 the curative property claimed for prescriptions or drugs, ταῖς τῶν φαρμάκων ἐπαγγελίαις their advertised properties, Herod.Med. ap. Orib.10.5.1, cf. Gal.13.504,al.; ἐπαγγελία ἐπιτηδεύματος public exercise of a profession, Men.Prot.p.1D.

German (Pape)

[Seite 892] ἡ, das Ankündigen, – a) der Befehl, die Forderung, Pol. 9, 38, 2 u. öfter. – b) das Versprechen, Pol. ἐπαγγελίας ποιεῖσθαί τινι πρὸς τὴν ἀπόστασιν, Versprechungen für den Abfall machen, 1, 72, 6; τὸ ἐν ἐπαγγελίᾳ καὶ φάσει μόνον εἰρημένον 7, 13, 2; N.T.; ὤμων, was die Schultern zu leisten versprechen, Philostr. imagg. 1, 4. – c) in der att. Gerichtssprache: Ankündigung der Klage δοκιμασίας gegen Redner u. Staatsmänner wegen schlechtes Lebenswandels, B. A. 256, ἐπὶ τῶν πεπορνευμένων καὶ δημηγορούντων, bei den Thesmotheten anhängig gemacht, Dem. 22, 29; ἠπεί. λησεν ἐπαγγελίαν ἐν τῷ δήμῳ ἥνπερ ἐγὼ Τιμάρχῳ ἐπήγγειλα Aesch. 1, 64.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 commandement, ordre;
2 t. de droit att. sommation d'avoir à subir la δοκιμασία à un orateur public déclaré indigne par un jugement, et qui se présentait néanmoins pour prendre la parole;
3 promesse.
Étymologie: ἐπαγγέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαγγελία:
1 заявление, обещание (ἐπαγγελίας ποιεῖσθαί τινι Polyb.): γῆ τῆς ἐπαγγελίας NT обетованная земля;
2 требование, приказание, приказ (κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν Polyb.);
3 юр. эпангелия (требование докимасии для оратора, т. е. заявление о его отводе, обоснованное ссылкой на неблаговидные поступки) Aeschin., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγγελία: ἡ (ἐπαγγέλλω) διαταγή, παραγγελία, διότι παρὰ Λακεδαιμονίων ἔχει τὰ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν Πολύβ. 9. 38, 2, 2) ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, κυρίως, ἐπαγγελία δοκιμασίας, δημοσία καταγγελία καὶ κλῆσις ὅπως προσέλθῃ τις εἰς δοκιμασίαν τῶν ῥητόρων (ἴδε τὴν λ. δοκιμασία 4) γενομένην κατά τινος ὅστις, ἐνῷ ἐνείχετο εἰς ἀτιμίαν, ἐτόλμα νὰ δημηγορῇ δημοσίᾳ (ἴδε ἐπαγγέλω) 3)· ἐπαγγελίαν τινί... ἀπειλεῖν Αἰσχίν. 9. 35· πρὸς τοὺς θεσμοθέτας ἔσθ’ ἡμῖν ἐπαγγελία Δημ. 602. 11. - Καθ’ Ἁρποκρ.: «ἐπαγγελία, σημαίνει μὲν καὶ ἄλλα, ἰδίως δὲ λέγεται ἐπὶ τῶν ἐγκαλούντων τινὶ δημηγορεῖν καὶ πολιτεύεσθαι οὐκ ἐξόν»· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει. -Κατὰ δὲ τὰ Α. Β. σ. 256, 5, «ἐπαγγεῖλαι καὶ ἐπαγγελία, σημαίνει μὲν καὶ ἄλλα, ἰδίως δὲ λέγεται ἐπὶ τῶν πεπορνευμένων καὶ δημηγορούντων οὐκ ἐξόν»· πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 353. 43. 3) προσφορά, ὑπόσχεσις, ἀπεδέξασθε τὴν τ’ ἐπαγγελίαν τὴν ἐμήν, κτλ., Δημ. 519. 8, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 6· ἐπαγγελίας ποιεῖσθαί τινι Πολύβ. 1. 72, 6· ἐν ἐπαγγελίᾳ καταλιπών, καταλιπὼν ὡς ὑπόσχεσις, ὁ αὐτὸς 18. 11, 1· τὴν ἐπαγγελίαν ἐπὶ τέλος ἀγαγεῖν αὐτόθι: μεταφ., ἔρρωται καὶ ὤμων ἐπαγγελία καὶ οὐκ ἀτρέπτῳ τένοντι Φιλόστρ. 768. 4) ἀγγελία, Ἑβδ. Α΄ Μακκ. Κ. 15), Ἐπιστ. Α΄ Ἰωάννου α΄ 5.

English (Strong)

from ἐπαγγέλλω; an announcement (for information, assent or pledge; especially a divine assurance of good): message, promise.

English (Thayer)

ἐπαγγελίας, ἡ (ἐπαγγέλλω);
1. announcement:, where ἀγγελία was long since restored); κατ' ἐπαγγελίαν ζωῆς τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, to proclaim life in fellowship with Christ, Winer's Grammar, 402 (376); cf. κατά, II. at the end. But others give ἐπαγγελία here as elsewhere the sense of promise, cf. 2below).
2. promise;
a. the act of promising, a promise given or to be given: προσδέχεσθαι τήν ἀπό τίνος ἐπαγγελίαν (assent; the reference is to a promise to surrender Paul to the power and sentence of the Jews), ἐπαγγελίας ὁ λόγος οὗτος, Lightfoot on Galatians, 3:14): βραδύνω, 2); γίνεται τίνι, πρός τινα, ἐρρήθη τίνι, ἐστι τίνι, belongs to one, ἐπαγγέλλεσθαι τήν ἐπαγγελίαν ἔχειν ἐπαγγελίας, to have received, Winer's Grammar, 177 (166)); to have linked to it, εἶναι ἐν ἐπαγγελία, joined with a promise (others besides; cf. Winer's Grammar, 391 (366)), ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, the promised land, τά κατά τῆς ἐπαγγελίας, born in accordance with the promise, τό πνεῦμα τῆς ἐπαγγελίας τό ἅγιον, the promised Spirit, αἱ διαθῆκαι τῆς ἐπαγγελίας, covenants to which was united the promise (of salvation through the Messiah), ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, given by God, αἱ ἐπαγγελίαι τῶν πατέρων, the promises made to the fathers, τῆς ζωῆς, τῆς παρουσίας αὐτοῦ, κατ' ἐπαγγελίαν according to promise, δἰ ἐπαγγελίας, a promised good or blessing (cf. ἐλπίς, under the end): ἀποστέλλειν τήν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου, the blessing promised by my Father, περιμένειν, κομίζεσθαι τήν ἐπαγγελίαν, T Tr WH, προσδέχεσθαι L); λαμβάνειν τάς ἐπαγγελίας, R G); ἐπιτυγχάνειν ἐπαγγελιῶν, κληρονομεῖν τάς ἐπαγγελίας, ἐπιτυγχάνειν τῆς ἐπαγγελίας, κληρονόμοι τῆς ἐπαγγελίας, λαβεῖν τήν ἐπαγγελίαν τοῦ ἁγίου πνεύματος, the promised blessing, which is the Holy Spirit, Winer's Grammar, § 34,3a. at the end); τήν ἐπαγγελίαν τῆς αἰωνίου κληρονομίας, Demosthenes 519,8; Aristotle, eth. Nic. 10,1, p. 1164a, 29); Polybius 1,43, 6, and often; Diodorus 1,5; Josephus, Antiquities 3,5, 1; 5,8, 11; 1 Maccabees 10:15.)

Greek Monolingual

η (Α ἐπαγγελία) επαγγέλλομαι
1. υπόσχεση, διαβεβαίωση
2. φρ. «γη της επαγγελίας» — η Χαναάν, η χώρα που υποσχέθηκε ο θεός στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. α) «δημόσια επαγγελία» — δημόσια υπόσχεση αμοιβής υπέρ εκείνου που θα εκτελέσει την αντιπαροχή που ορίζει ο επαγγελλόμενος
β) (συνεκδοχικά) «γη της επαγγελίας» — κάθε πλούσια, εύφορη χώρα
αρχ.
1. διαταγή, παραγγελία («παρὰ Λακεδαιμονίων ἔχει τὰ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν, ὕδωρ καὶ γῆν», Πολ.)
2. αγγελία, αναγγελία, είδηση («καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἥν ἀκηκόαμεν ἀπ' αὐτοῦ και ἀναγγέλλομεν ὑμῖν», ΚΔ)
3. δήλωση, υπόδειξη
4. το θέμα μιας πραγματείας
5. η διαφημιζόμενη ιδιότητα ενός φαρμάκου
6. δημόσια εξάσκηση επαγγέλματος
7. στον πληθ. αναζήτηση
8. (αττ. δίκ.) επαγγελία (ενν. δοκιμασίας)
κλήση ρήτορα σε απολογία, γιατί δημηγόρησε δημόσια, χωρίς να έχει δικαίωμα
9. (γενικά) κλήση.

Greek Monotonic

ἐπαγγελία: ἡ,
1. δημόσια καταγγελία για κάποιον ο οποίος ενέχεται σε ἀτιμίαν, συνεχίζει ωστόσο να συμμετέχει σε δημόσιες υποθέσεις, σε Αισχίν., Δημ.
2. προσφορά, υπόσχεση· διακήρυξη, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐπαγγελία, ἡ,
1. a public denunciation of one who, being subject to ἀτιμία, yet takes partin public affairs, Aeschin., Dem.
2. an offer, promise, profession, Dem. [from ἐπαγγέλλω

Chinese

原文音譯:™paggel⋯a 誒普-昂給利阿
詞類次數:名詞(53)
原文字根:在上-信息 相當於: (אָמַר‎) (דָּבַר‎)
字義溯源:通告,應許,應允,信息;源自(ἐπαγγέλλομαι)=宣告);由(ἐπί)*=因著)與(ἄγγελος)=使者)組成;而 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)。新約仍舊繼承舊約所說神的應許,包括主耶穌自己,和他的職事,他帶來的救恩;使神對亞伯拉罕的應許得到實現。主耶穌自己也對門徒強調父所應許的聖靈( 路24:49; 徒1:4),並使其實現(徒2章)
出現次數:總共(52);路(1);徒(8);羅(8);林後(2);加(10);弗(4);提前(1);提後(1);來(14);彼後(2);約壹(1)
譯字彙編
1) 應許(41) 徒2:39; 徒7:17; 徒13:23; 徒13:32; 徒26:6; 羅4:13; 羅4:14; 羅4:16; 羅4:20; 羅9:4; 羅9:8; 羅15:8; 林後1:20; 林後7:1; 加3:14; 加3:16; 加3:17; 加3:18; 加3:18; 加3:22; 加3:29; 加4:23; 弗1:13; 弗2:12; 弗3:6; 提前4:8; 提後1:1; 來4:1; 來6:15; 來6:17; 來8:6; 來9:15; 來10:36; 來11:9; 來11:9; 來11:13; 來11:17; 來11:33; 彼後3:4; 彼後3:9; 約壹2:25;
2) 所應許(4) 路24:49; 徒1:4; 徒2:33; 羅9:9;
3) 應許的(3) 加4:28; 弗6:2; 來7:6;
4) 所應許的(1) 來11:39;
5) 應許的人(1) 來6:12;
6) 應許麼(1) 加3:21;
7) 應允(1) 徒23:21

Translations

promise

Albanian: premtim; Arabic: وَعْد‎, وَعْدَة‎; Egyptian Arabic: وعد‎; Hijazi Arabic: وَعَد‎; Armenian: խոստում; Asturian: promesa; Azerbaijani: söz, vəd; Bashkir: вәғәҙә; Belarusian: абяцанне; Bengali: অঙ্গীকার, প্রতিশ্রুতি; Breton: promesa; Bulgarian: обещание; Burmese: ကတိ, ခံဝန်ချက်; Catalan: promesa; Chinese Mandarin: 諾言, 诺言, 答應, 答应, 許諾, 许诺, 誓言, 承諾, 承诺; Corsican: prumèssa; Czech: slib; Danish: løfte; Dutch: belofte; Esperanto: promeso; Estonian: lubadus; Ewe: ŋugbedodo; Faroese: eiti, lyfti; Finnish: lupaus; French: vœu, promesse; Galician: promesa; Georgian: დაპირება; German: Versprechen; Greek: υπόσχεση; Ancient Greek: ἐπαγγελία, ὑπόσχεσις; Hebrew: הַבְטָחָה‎, נֶדֶר‎; Hiligaynon: panaad; Hindi: वचन, शपथ, वादा, सौगन्द; Hungarian: ígéret; Icelandic: loforð; Interlingua: promissa; Irish: gealltanas; Italian: promessa, giuramento, voto; Japanese: 約束; Kazakh: уәде, уағда; Khmer: ពាក្យសន្យា; Korean: 약속(約束); Kurdish Central Kurdish: بەڵێن‎; Northern Kurdish: soz, ehd, belên, newîn, wad; Kyrgyz: убада; Lao: ຄຳສັນຍາ; Latin: promissum, promissio; Latvian: solījums; Lithuanian: pažadas; Low German: Verspriäken; Luxembourgish: Verspriechen, Verspriechung; Macedonian: ветување; Malay: janji; Maltese: wegħda; Manx: gialdin; Maore Comorian: wahadi; Maori: kupu taurangi; Mongolian Cyrillic: амлалт; Nepali: वचन; Norwegian Bokmål: løfte; Nynorsk: løfte; Old English: ġehāt; Pashto: واده‎, وعده‎, ژمنه‎; Persian: وعده‎ قول‎; Piedmontese: promëssa; Polish: obietnica; Portuguese: promessa; Romanian: promisiune, legământ, făgăduială, făgăduință; Russian: обещание; Sanskrit: प्रतिज्ञा, शपथ, वचन, व्रत; Sardinian: promissa; Scots: behecht; Scottish Gaelic: gealltanas; Serbo-Croatian Cyrillic: обећање; Roman: obećánje; Sinhalese: පොරොන්දුව; Slovak: sľub; Slovene: obljuba; Somali: wacad; Spanish: promesa; Swahili: ahadi; Swedish: löfte; Tagalog: pangako; Tajik: ваъда, қавл; Tatar: вәгъдә; Telugu: ఒట్టు; Thai: คำสัญญา, คำมั่นสัญญา; Tok Pisin: promis; Turkish: söz, vaat; Turkmen: wada, söz; Ukrainian: обіцянка; Urdu: وعدہ‎; Uyghur: ۋەدە‎; Uzbek: vaʼda, soʻz; Venetian: inpromésa; Vietnamese: lời hứa; Volapük: prom; Waray-Waray: sa-ad; Welsh: addewid; Yiddish: צוזאָג‎