ἐπίγαμος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίγᾰμος:''' -ον ([[γαμέω]]), αυτός που βρίσκεται σε [[ηλικία]] γάμου, σε Ηρόδ., Δημ.
|lsmtext='''ἐπίγᾰμος:''' -ον ([[γαμέω]]), αυτός που βρίσκεται σε [[ηλικία]] γάμου, σε Ηρόδ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίγᾰμος:''' достигший брачного возраста ([[θυγάτηρ]] Arst., Dem.; ἀδελφῑδῆ Plut.).
}}
}}