ἐπιδιαιρέω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιδιαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διαιρώ]], [[διανέμω]] εκ νέου — Μέσ., διανέμουν [[μεταξύ]] τους, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπιδιαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διαιρώ]], [[διανέμω]] εκ νέου — Μέσ., διανέμουν [[μεταξύ]] τους, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιδιαιρέω:''' (fut. ἐπιδιαιρήσω, aor. 2 [[ἐπιδιεῖλον]]) (снова) разделять, распределять (ἑπτὰ μυριάδας Λιβύων Polyb.; στρατιώτας εἰς τὴν σατραπίαν Diod.); med. распределять между собой: ἐπιδιείλοντό σφεας αἱ [[ἕνδεκα]] πόλιεις Her. (эолийцы) поделили между собой одиннадцать городов (Ионии).
}}
}}