ἐπιδιαιρέω

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδιαιρέω Medium diacritics: ἐπιδιαιρέω Low diacritics: επιδιαιρέω Capitals: ΕΠΙΔΙΑΙΡΕΩ
Transliteration A: epidiairéō Transliteration B: epidiaireō Transliteration C: epidiaireo Beta Code: e)pidiaire/w

English (LSJ)

A fut. ἐπιδιελῶ PPetr.2p.10 (iii B.C.):—divide, distribute, ἑκάστῳ ἄρτους ἑξήκοντα l.c., cf. Plb.1.73.3; κρέα Schwyzer726.33 (Milet., v B.C.); πολίτας ταῖς φράτραις = the citizens into the phratries D.H.2.55; τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν σατραπείαν = the soldiers into the satrapy D.S.19.44; αὐτοῖς.. τοὺς ἱππέας ἐπιδιῄρει divided and sent against them,App.Hisp.25:—Med., of several, distribute among themselves, Hdt.1.150, 5.116.
II. make a cross incision in, ὑμένα Gal.12.522.

German (Pape)

[Seite 937] (s. αἱρέω), noch dazu teilen, verteilen, Pol. 1, 73, 3 u. a. Sp.; πολίτας ποιησάμενος ταῖς φράτραις ἐπιδιεῖλε, vertheilte sie unter die Tribus, D. Hal. 2, 55; τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν σατραπίαν D. Sic. 19, 44. – Med. darnach unter sich verteilen, Her. 1, 150. 5, 116.

French (Bailly abrégé)

ἐπιδιαιρῶ :
f. ἐπιδιαιρήσω, ao.2 ἐπιδιεῖλον;
distribuer, répartir;
Moy. ἐπιδιαιρέομαι = partager entre soi.
Étymologie: ἐπί, διαιρέω.

Greek Monotonic

ἐπιδιαιρέω: μέλ. -ήσω, διαιρώ, διανέμω εκ νέου — Μέσ., διανέμουν μεταξύ τους, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδιαιρέω: (fut. ἐπιδιαιρήσω, aor. 2 ἐπιδιεῖλον) (снова) разделять, распределять (ἑπτὰ μυριάδας Λιβύων Polyb.; στρατιώτας εἰς τὴν σατραπίαν Diod.); med. распределять между собой: ἐπιδιείλοντό σφεας αἱ ἕνδεκα πόλιεις Her. (эолийцы) поделили между собой одиннадцать городов (Ионии).

Middle Liddell

fut. ήσω
to divide anew:—Mid. to distribute among themselves, Hdt.