3,274,216
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπαμβᾰτήρ:''' -ῆρος, ὁ, ποιητ. αντί <i>ἐπ-[[αναβάτης]]</i>, αυτός που ανεβαίνει πάνω, [[επιβάτης]], [[επιδρομέας]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐπαμβᾰτήρ:''' -ῆρος, ὁ, ποιητ. αντί <i>ἐπ-[[αναβάτης]]</i>, αυτός που ανεβαίνει πάνω, [[επιβάτης]], [[επιδρομέας]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπαμβᾰτήρ:''' ῆρος adj. поднимающийся, садящийся (на что-л.): νόσοι σαρκῶν ἐπαμβατῆρες Aesch. кожные болезни (предполож. о проказе). | |||
}} | }} |