ἐπαμβατήρ: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαμβᾰτήρ:''' -ῆρος, ὁ, ποιητ. αντί <i>ἐπ-[[αναβάτης]]</i>, αυτός που ανεβαίνει πάνω, [[επιβάτης]], [[επιδρομέας]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐπαμβᾰτήρ:''' -ῆρος, ὁ, ποιητ. αντί <i>ἐπ-[[αναβάτης]]</i>, αυτός που ανεβαίνει πάνω, [[επιβάτης]], [[επιδρομέας]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαμβᾰτήρ:''' ῆρος adj. поднимающийся, садящийся (на что-л.): νόσοι σαρκῶν ἐπαμβατῆρες Aesch. кожные болезни (предполож. о проказе).
}}
}}