Anonymous

ἐπαμβατήρ: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπαμβατήρ]], ο (Α)<br />για λεπρώδη εξανθήματα) <b>μτφ.</b> αυτός που ανεβαίνει στην [[επιφάνεια]], που προσβάλλει («νόσους σαρκῶν ἐπαμβατῆρας», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> [[βατήρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]])].
|mltxt=[[ἐπαμβατήρ]], ο (Α)<br />για λεπρώδη εξανθήματα) <b>μτφ.</b> αυτός που ανεβαίνει στην [[επιφάνεια]], που προσβάλλει («νόσους σαρκῶν ἐπαμβατῆρας», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> [[βατήρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαμβᾰτήρ:''' -ῆρος, ὁ, ποιητ. αντί <i>ἐπ-[[αναβάτης]]</i>, αυτός που ανεβαίνει πάνω, [[επιβάτης]], [[επιδρομέας]], σε Αισχύλ.
}}
}}