ἐπιθυμητής: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιθῡμητής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[κάποιος]] που λαχταρά ή επιθυμεί [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[ένθερμος]] [[φίλος]] ενός πράγματος, [[οπαδός]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπιθῡμητής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[κάποιος]] που λαχταρά ή επιθυμεί [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[ένθερμος]] [[φίλος]] ενός πράγματος, [[οπαδός]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιθῡμητής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> (страстный) любитель, ревнитель, поклонник (σοφίας Plat.; πολέμου Arst.): [[τιμῆς]] ἐ. Plat. честолюбец; νεωτέρων ἔργων ἐ. Her. любитель новизны, перемен; ἐ. κακῶν NT человек с дурными наклонностями;<br /><b class="num">2)</b> сторонник, последователь (sc. Σωκράτους Xen.).
}}
}}