Anonymous

ἐπιθυμητής: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιθυμητής]], ὁ (και θηλ. [[ἐπιθυμήτειρα]]) (Α) [[επιθυμώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που επιθυμεί, που ορέγεται [[κάτι]] («[[τιμῆς]] ἐπιθυμηταί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(απολ.)</b> [[φίλος]], [[ακόλουθος]], [[οπαδός]] («πολλοὺς ἐπιθυμητὰς λαβών», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ρέπει στις σαρκικές απολαύσεις, ο [[ακόλαστος]] («ἔθαψαν τὸν λαὸν τὸν ἐπιθυμητήν», ΠΔ).
|mltxt=[[ἐπιθυμητής]], ὁ (και θηλ. [[ἐπιθυμήτειρα]]) (Α) [[επιθυμώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που επιθυμεί, που ορέγεται [[κάτι]] («[[τιμῆς]] ἐπιθυμηταί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(απολ.)</b> [[φίλος]], [[ακόλουθος]], [[οπαδός]] («πολλοὺς ἐπιθυμητὰς λαβών», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ρέπει στις σαρκικές απολαύσεις, ο [[ακόλαστος]] («ἔθαψαν τὸν λαὸν τὸν ἐπιθυμητήν», ΠΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιθῡμητής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[κάποιος]] που λαχταρά ή επιθυμεί [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[ένθερμος]] [[φίλος]] ενός πράγματος, [[οπαδός]], σε Ξεν.
}}
}}