3,274,215
edits
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπικίνδῡνος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο, [[επικίνδυνος]], [[επισφαλής]], [[αβέβαιος]], [[ακροσφαλής]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για [[πρόσωπο]], [[ἐπικίνδυνος]] ἦν μὴ λαμφθείη, βρισκόταν σε κίνδυνο [[μήπως]] καταληφθεί, σε Ηρόδ.· επίρρ. <i>-νως</i>, σε αβέβαιη ή κρίσιμη [[κατάσταση]], σε Σοφ.· υπό δική μου, προσωπική μου [[ευθύνη]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐπικίνδῡνος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο, [[επικίνδυνος]], [[επισφαλής]], [[αβέβαιος]], [[ακροσφαλής]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για [[πρόσωπο]], [[ἐπικίνδυνος]] ἦν μὴ λαμφθείη, βρισκόταν σε κίνδυνο [[μήπως]] καταληφθεί, σε Ηρόδ.· επίρρ. <i>-νως</i>, σε αβέβαιη ή κρίσιμη [[κατάσταση]], σε Σοφ.· υπό δική μου, προσωπική μου [[ευθύνη]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικίνδῡνος:''' <b class="num">1)</b> находящийся в опасности, под угрозой (ἡ Ἰωνίη Her.; [[βίος]] Lys.; μόρια τοῦ σώματος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> внушающий опасение: [[ἐπικίνδυνον]] ἦν μὴ λαμφθείη Her. существовало опасение, как бы его не поймали;<br /><b class="num">3)</b> сопряженный с опасностью, опасный ([[στρατεία]] Plat.; [[ἔρις]] Xen., Plat.). | |||
}} | }} |