ἐπιμαστίδιος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμαστίδιος:''' -ον ([[μαστός]]), αυτός που [[ακόμη]] θηλάζει, που δεν έχει [[ακόμη]] κόψει τον θηλασμό, που δεν έχει απογαλακτιστεί, σε Τραγ.
|lsmtext='''ἐπιμαστίδιος:''' -ον ([[μαστός]]), αυτός που [[ακόμη]] θηλάζει, που δεν έχει [[ακόμη]] κόψει τον θηλασμό, που δεν έχει απογαλακτιστεί, σε Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμαστίδιος:''' (τῐ)<br /><b class="num">1)</b> не отнятый от груди, грудной ([[βρέφος]] Eur.; [[παιδίον]] Luc.; βλαχαὶ τῶν ἐπιμαστιδίων Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> новорожденный ([[γόνος]] ὀρταλίχων Soph.).
}}
}}