Anonymous

ἐπιμαστίδιος: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιμαστίδιος]], -ον (Α)<br />(για [[βρέφος]]) αυτός που θηλάζει [[ακόμη]] («ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον ἔτι [[βρέφος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μαστίδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαστός]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>υπο</i>-<i>μαστίδιος</i>)].
|mltxt=[[ἐπιμαστίδιος]], -ον (Α)<br />(για [[βρέφος]]) αυτός που θηλάζει [[ακόμη]] («ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον ἔτι [[βρέφος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μαστίδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαστός]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>υπο</i>-<i>μαστίδιος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμαστίδιος:''' -ον ([[μαστός]]), αυτός που [[ακόμη]] θηλάζει, που δεν έχει [[ακόμη]] κόψει τον θηλασμό, που δεν έχει απογαλακτιστεί, σε Τραγ.
}}
}}