ἐπισκύνιον: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισκύνιον:''' [ῠ], τό,<br /><b class="num">1.</b> το ζαρωμένο [[δέρμα]] [[ανάμεσα]] στα φρύδια, όταν [[κάποιος]] είναι [[σκυθρωπός]] ή έχει [[έκφραση]] συνοφρύωσης, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπεροψία]], σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἐπισκύνιον:''' [ῠ], τό,<br /><b class="num">1.</b> το ζαρωμένο [[δέρμα]] [[ανάμεσα]] στα φρύδια, όταν [[κάποιος]] είναι [[σκυθρωπός]] ή έχει [[έκφραση]] συνοφρύωσης, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπεροψία]], σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισκύνιον:''' (ῠ) τό<br /><b class="num">1)</b> надбровная кожа, брови Arph., Arst., Theocr., Plut., Anth.: τὸ ἐ. [[κάτω]] ἕλκεται Hom. (разъяренный лев) хмурит лоб;<br /><b class="num">2)</b> заносчивость, высокомерие Anth.;<br /><b class="num">3)</b> (тж. [[βαρύτης]] ἐπισκυνίου Plut.) суровость, важность Polyb.
}}
}}