ἐπισκύνιον

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκύνιον Medium diacritics: ἐπισκύνιον Low diacritics: επισκύνιον Capitals: ΕΠΙΣΚΥΝΙΟΝ
Transliteration A: episkýnion Transliteration B: episkynion Transliteration C: episkynion Beta Code: e)pisku/nion

English (LSJ)

[ῠ], τό,
A skin of the brows which projects over the eyes and is knitted in frowning (Arist.GA780b28), πᾶν δέ τ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων, of a lion, Il.17.136; δεινὸν ἐ. ξυνάγων, of Aeschylus, Ar.Ra.823 (hex.); τοῖον ἐ. βλοσυρῷ ἐπέκειτο προσώπῳ Theoc.24.118, cf.APl.4.100; ῥυσὸν ἐ., πολιὸν ἐ., AP6.64 (Paul.Sil.), 7.117 (Zenod.); even φαιδρὸν ἐ. ib.12.159 (Mel.); ἐπιστρέψας γυρὸν ., of one who puts on a wise face, ib.11.376.8 (Agath.): in plural, Posidipp. ap. Ath.10.414e: hence,
II. superciliousness, γυμνώσαντο βίου παντὸς ἐ., of Diogenes, AP7.63, etc.; but in Plb.25.3.6, simply, austerity, gravity of deportment.
III. Adj. ἐπισκύνιος, ον, supercilious, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 980] τό, die Stirnhaut, welche den vortretenden Teil der Stirn u. den obern Rand der Augenhöhle bedeckt, auf der die Augenbrauen stehen, die bei verschiedenen Gemüthserregungen verschieden bewegt, besonders im Zorn in Falten zusammen- u. heruntergezogen wird, dah. Hom. vom zornigen Löwen sagt: πᾶν δέ τ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων, er zieht die Stirnfalte herab u. überdeckt damit die Augen, Il. 17, 136; u. Ar. Ran. 823 vom Aeschylos δεινὸν ἐπισκύνιον ξυνάγων βρυχώμενος ἥσει ῥήματα γομφοπαγῆ; – τοῖον ἐπ. βλοσυρῷ ἐπέκειτο προσώπῳ Theocr. 24, 116; öfter in der Anth., γυρὸν ἐπισκ. ἐπιστρέψας Agath. 67 (XI, 376), von Einem, der ein sehr ernstes, weises Gesicht macht; πολιῷ ἐπισκυνίῳ σεμνός Zenodot. (XII, 117); ναὶ μὰ τὸ σὸν φαιδρὸν ἐπ. Mel. 44 (XII, 159); Ep. ad. 557 (VII, 63) vom Diogenes γυμνώσαντα βίου παντὸς ἐπισκύνιον, den Stolz, die Eitelkeit des Lebens. – Selten in Prosa, wie Pol. 26, 5, 6, der Ernst; βαρύτης ἐπισκυνίου Plut. de audit. 8 M.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
la peau du front au-dessus des sourcils.
Étymologie: DELG pas d'étym. décisive.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκύνιον: (ῠ) τό
1 надбровная кожа, брови Arph., Arst., Theocr., Plut., Anth.: τὸ ἐ. κάτω ἕλκεται Hom. (разъяренный лев) хмурит лоб;
2 заносчивость, высокомерие Anth.;
3 (тж. βαρύτης ἐπισκυνίου Plut.) суровость, важность Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκύνιον: ῠ, τό, τὸ ἐπάνω τῶν ὀφθαλμῶν μέρος, ἤτοι δέρμα, τὸ συνοφρύωμα τοῦ μετώπου (Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 36)· πᾶν δέ τ’ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων, ἐπὶ λέοντος, Ἰλ. Ρ. 136· δεινὸν ἐπισκ. ξυνάγων, ἐπὶ τοῦ Αἰσχύλου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 823· τοῖον ἐπισκ. βλοσυρῷ ἐπέκειτο προσώπῳ Θεόκρ. 24. 116, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 100· ῥυσὸν ἐπισκύνιον, πολιὸν ἐπ. Ἀνθ. Π. 6. 64., 7. 117· ἔτι δὲ καί, φαιδρὸν ἐπ., αὐτόθι 12. 159· ἐπιστρέψας γυρὸν ἐπισκύνιον, ἐπὶ σοβαρευομένου ἀνθρώπου, αὐτόθι 11. 376· ἐν τῷ πληθ. αὐτόθι ἐν τῷ Παραρτήματι 68: ― ὡσαύτως ὡς τὸ ὀφρύς, Λατ. supercilium, ἐν χρήσει ἐπὶ ἀλαζονείας ἢ προσποιήσεως, αὐτόθι 7. 63, κτλ.· ἀλλ’ ἐν Πολυβ. 26. 5, 6, ἁπλῶς, αὐστηρότης, σοβαρότης συμπεριφορᾶς, κατά τε τὴν ἐπίφασιν εἶχεν ἐπισκύνιον καὶ τάξιν οὐκ ἀνοίκειον τῆς ἡλικίας.

English (Autenrieth)

skin over the brows (supercilium), knitted in frowning, Il. 17.136†.

Greek Monolingual

ἐπισκύνιον, το (AM)
το δέρμα του μετώπου πάνω από τα φρύδια
αρχ.
1. υπερηφάνεια, αλαζονεία
2. σεμνότητα, σοβαρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-σκύνιος, όπου το θέμα -σκυν- συνδέεται με αρχ. ινδ. sku-nā-ti «καλύπτει». Το απλό σκυνια «φρύδια» είναι σπάνιος και μτγν. τ. που προέρχεται από το σύνθετο επισκύνιος].

Greek Monotonic

ἐπισκύνιον: [ῠ], τό,
1. το ζαρωμένο δέρμα ανάμεσα στα φρύδια, όταν κάποιος είναι σκυθρωπός ή έχει έκφραση συνοφρύωσης, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
2. υπεροψία, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

ἐπισκῠ́νιον, ου, τό,
1. the skin of the brows which is knitted in frowning, Il., Ar.
2. superciliousness, Anth. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

ἐπισκύνιον: {episkŭ́nion}
Grammar: n.
Meaning: die Stirnhaut über den Augen (poet. seit Il.), übertr. Stolz, Strenge (auch Plb. 25, 3, 6).
Etymology: Wenn das Simplex σκύνια n. pl. Augenbrauen (Nik. Th. 177, 443, Poll. 2, 66) wider Erwarten nicht aus ἐπισκύνιον erschlossen sein sollte, liegt in dem letztgenannten Wort eine Substantivierung von *ἐπισκύνιος oberhalb der Brauen befindlich vor. Aber auch wenn σκύνια als sekundäres Simplex für die unmittelbare Erklärung von ἐπισκύνιον wegfällt, hat man wahrscheinlich von einem nominalen *σκυν- auszugehen, das zusammen mit ahd. scūr Wetterdach, Schutz, lat. ob-scūr-us *bedeckt, dunkel u. a. auf einen r-n-Stamm schließen läßt; daneben, mit l-Suffix, σκύλος n. abgezogene Tierhaut, σκῦλα n. pl. spolia. Ein Reflex dieses Nominalstamms kann auch in aind. sku--ti, sku-no-ti bedecken vorliegen. — Weitere Anknüpfungen bei WP. 2, 246ff., Pok. 951ff., W.-Hofmann s. obscūrus.
Page 1,541