ἐπιχλευάζω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιχλευάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κοροϊδεύω]], [[περιγελώ]], <i>τι</i>, σε Πλούτ.· [[μιλώ]] περιφρονητικά, σε Βάβρ.
|lsmtext='''ἐπιχλευάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κοροϊδεύω]], [[περιγελώ]], <i>τι</i>, σε Πλούτ.· [[μιλώ]] περιφρονητικά, σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχλευάζω:''' издеваться, глумиться, осмеивать (Luc., Babr.; τινί и τι Plut.).
}}
}}